-
1 λοίγιος
-
2 λοιγιος
-
3 λοίγιος
A pestilent, deadly,λ. ἔργα Il.1.518
, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι I think there shall be sorrow, 21.533, 23.310;λ. πῆμα A.R.1.469
: neut. pl. λοίγια, of poisons, Androm. ap. Gal.14.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοίγιος
-
4 λοίγιος
См. также в других словарях:
λοίγιος — λοίγιος, ον (Α) [λοιγός (I)] 1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι ἔσεσθαι» νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια ονομασία διαφόρων δηλητηρίων … Dictionary of Greek